ἐπουλώσει

ἐπουλώσει
ἐπούλωσις
cicatrization
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἐπουλώσεϊ , ἐπούλωσις
cicatrization
fem dat sg (epic)
ἐπούλωσις
cicatrization
fem dat sg (attic ionic)
ἐπουλόω
scar over
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐπουλόω
scar over
fut ind mid 2nd sg
ἐπουλόω
scar over
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατουλωτικός — κατουλωτικός, ή, όν (Α) [κατουλώ] αυτός που μπορεί να επουλώσει, ο ικανός για θεραπεία …   Dictionary of Greek

  • επουλώνω — επούλωσα, επουλώθηκα, επουλωμένος, μτβ. 1. βοηθώ ώστε να κλείσει πληγή ή τραύμα. 2. μτφ., κάνω να ξεχαστεί κάτι κακό, θεραπεύω θλίψη ή συμφορά: Ο χρόνος θα επουλώσει τη λύπη σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”